σφραγιστικός

σφραγιστικός
-ή, -ό / σφραγιστικός, -ή, -όν, ΝΑ [σφραγίζω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφράγιση («σφραγιστικός κηρός» — το βουλλοκέρι)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η σφραγιστική
α) η σφραγιδογραφία
β) κλάδος τής ιστορικής επιστήμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σφραγιστικός — ή, ό αυτός που χρησιμοποιείται για σφράγισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”